σωσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σωσμός | οι | σωσμοί |
γενική | του | σωσμού | των | σωσμών |
αιτιατική | τον | σωσμό | τους | σωσμούς |
κλητική | σωσμέ | σωσμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /soˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σω‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σωσμός αρσενικό
- (λαϊκότροπο) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- → χρειάζεται παράθεμα
- άλλες μορφές: σωμός
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη σώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωσμός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- λήγουν σε -σωσμός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείποντες ορισμοί
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)