σωσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σωσμός οι σωσμοί
      γενική του σωσμού των σωσμών
    αιτιατική τον σωσμό τους σωσμούς
     κλητική σωσμέ σωσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωσμός < σώνω, σωσ- + -μός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /soˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σω‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σωσμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη σώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Πηγές[επεξεργασία]