τάιμ άουτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τάιμ άουτ < από το αγγλικό time out

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τάιμ άουτ ουδέτερο άκλιτο

  • μπασκετικός όρος που σημαίνει την διακοπή και μικρή παύση του αγώνα για να δοθούν οδηγίες στους παίχτες από τον προπονητή.
  • κατ’ επέκταση, κάθε μικρή διακοπή, δουλειάς, συζήτησης ή καβγά για ανασυγκρότηση.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]