ταβανόσκουπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταβανόσκουπα οι ταβανόσκουπες
      γενική της ταβανόσκουπας
    αιτιατική την ταβανόσκουπα τις ταβανόσκουπες
     κλητική ταβανόσκουπα ταβανόσκουπες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταβανόσκουπα < ταβάν(ι) + -ό- + σκούπα
Καθάρισμα με ταβανόσκουπα.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταβανόσκουπα θηλυκό

  1. σκούπα με κοντάρι αρκετά μακρύ ώστε να φτάνει στο ταβάνι
  2. (σκωπτικό) ψηλή και λιγνή γυναίκα
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις στέκα και ψηλός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]