τακτική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τακτική οι τακτικές
      γενική της τακτικής των τακτικών
    αιτιατική την τακτική τις τακτικές
     κλητική τακτική τακτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τακτική < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τακτική, θηλυκό του τακτικός < τάσσω (& σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tactique)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ta.ktiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐κτι‐κή
ομόηχο: τακτικοί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τακτική θηλυκό

  1. συντονισμένες (και προσχεδιασμένες) ενέργειες που αποσκοπούν στην επίτευξη κάποιου στόχου
  2. (στρατιωτικός όρος) συντονισμένες κινήσεις στρατιωτικών δυνάμεων, ελιγμοί και μέθοδοι που χρησιμοποιούνται σε μια μάχη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

τακτική

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα