ταλαντευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταλαντευτικός < ταλαντεύομαι + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ταλαντευτικός
- που έχει σχέση με ταλάντευση, αναφέρεται σ’ αυτή ή την προκαλεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταλαντευτικός
|