ταλιμπανάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταλιμπανάκι | τα | ταλιμπανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ταλιμπανάκι | τα | ταλιμπανάκια |
κλητική | ταλιμπανάκι | ταλιμπανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταλιμπανάκι < Ταλιμπάν + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταλιμπανάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του Ταλιμπάν ή μικρής ηλικίας Ταλιμπάν
- Δύο εξ αυτών, 22 ετών ο ένας, μόλις 19 ο άλλος, έστησαν την παγάνα τους και πέτυχαν κάποια στιγμή το θήραμά τους: ένα Αφγανάκι που ούτε ταλιμπανάκι ήταν ούτε κουβαλούσε πιστόλι ή μαχαίρι, μια σφεντόνα έστω. (*)
- (προσφώνηση) (μεταφορικά) προσφώνηση προς κάποιον που επιδεικνύει άγρια συμπεριφορά ή γενικότερη προσφώνηση
- Καλημέρα, ταλιμπανάκια μου (προσφιλής ραδιοφωνικός πρωινός χαιρετισμός δημοσιογράφου προς τους ακροατές του)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταλιμπανάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)