ταμάμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χαμάμ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταμάμ < (άμεσο δάνειο) τουρκική tamam < αραβική تمام (tamām, εντελώς)

Επίρρημα[επεξεργασία]

ταμάμ

  • ακριβώς
    1. στην ώρα του
    2. ταιριαστά, σωστά, στα μέτρα του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]