ταξίμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταξίμι τα ταξίμια
      γενική του ταξιμιού των ταξιμιών
    αιτιατική το ταξίμι τα ταξίμια
     κλητική ταξίμι ταξίμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταξίμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική taksim < αραβική تقسيم (taksīm, διαίρεση)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταξίμι ουδέτερο

  • (στη λαϊκή μουσική) αυτοσχεδιασμός ενός μουσικού κομματιού σε όποια φάση του

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]