ταραντισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταραντισμός οι ταραντισμοί
      γενική του ταραντισμού των ταραντισμών
    αιτιατική τον ταραντισμό τους ταραντισμούς
     κλητική ταραντισμέ ταραντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταραντισμός < ταραντ(ούλα) + -ισμός, (λόγιο δάνειο) ιταλική tarantismo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταραντισμός αρσενικό

  1. (λαογραφία) παλαιό, παραδοσιακό διονυσιακού τύπου δρώμενο κυρίως της Νοτίου Ιταλίας, με επίκεντρο μια δαιμονική κατάσταση (έκσταση), που αποδιδόταν σε τσίμπημα της αράχνης tarantaLycosa tarantula), κατά το κοινώς λεγόμενο ταραντούλα
  2. (παραδοσιακή ιατρική) υστερική, επιληπτική κρίση που θεωρείτο ότι προκαλείται από δήγμα ταραντούλας και πιστευόταν πως θεραπεύεται μέσω μανιακού χορού

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Jean Fogo Russell, «Tarantism», Medical History 23,4 (Οκτώβριος 1979), σσ. 404-425.
  • Dorland's Illustrated Medical Dictionary (Φιλαδέλφεια-Λονδίνο-Τορόντο: W.B. Saunders, 251974, ISBN 0-7216-3148-7), σ. 1541α.
  • Γεώργιος Ι. Μιχαηλίδης, Αγγλοελληνικόν λεξικόν των ιατρικών όρων (Αθήνα: Ηλίας Κωνσταντάρας, ²1973), σ. 696.