ταραντισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταραντισμός < ταραντ(ούλα) + -ισμός, (λόγιο δάνειο) ιταλική tarantismo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταραντισμός αρσενικό
- (λαογραφία) παλαιό, παραδοσιακό διονυσιακού τύπου δρώμενο κυρίως της Νοτίου Ιταλίας, με επίκεντρο μια δαιμονική κατάσταση (έκσταση), που αποδιδόταν σε τσίμπημα της αράχνης taranta (η Lycosa tarantula), κατά το κοινώς λεγόμενο ταραντούλα
- (παραδοσιακή ιατρική) υστερική, επιληπτική κρίση που θεωρείτο ότι προκαλείται από δήγμα ταραντούλας και πιστευόταν πως θεραπεύεται μέσω μανιακού χορού
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταραντισμός
Πηγές[επεξεργασία]
- Jean Fogo Russell, «Tarantism», Medical History 23,4 (Οκτώβριος 1979), σσ. 404-425.
- Dorland's Illustrated Medical Dictionary (Φιλαδέλφεια-Λονδίνο-Τορόντο: W.B. Saunders, 251974, ISBN 0-7216-3148-7), σ. 1541α.
- Γεώργιος Ι. Μιχαηλίδης, Αγγλοελληνικόν λεξικόν των ιατρικών όρων (Αθήνα: Ηλίας Κωνσταντάρας, ²1973), σ. 696.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαογραφία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)