ταραντουλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταραντουλισμός < ταραντούλ(α) + -ισμός (από την ιταλική, μέσω ίσως της γαλλικής ή αγγλικής γλώσσας)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταραντουλισμός αρσενικό
- (σπάνιο) (λαογραφία, παραδοσιακή ιατρική) άλλη μορφή του ταραντισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταραντουλισμός