ταρσός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ταρσός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταρσός οι ταρσοί
      γενική του ταρσού των ταρσών
    αιτιατική τον ταρσό τους ταρσούς
     κλητική ταρσέ ταρσοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταρσός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταρσός
Τα οστά του ταρσού.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταρσός αρσενικό

  1. (ανατομία) ο σκελετός του πίσω άκρου ποδιού, που αποτελείται από επτά μικρά οστά σε τρεις σειρές
  2. (ανατομία) το ινώδες πέταλο των βλεφάρων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταρσός οἱ ταρσοί
      γενική τοῦ ταρσοῦ τῶν ταρσῶν
      δοτική τῷ ταρσ τοῖς ταρσοῖς
    αιτιατική τὸν ταρσόν τοὺς ταρσούς
     κλητική ! ταρσέ ταρσοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταρσώ
γεν-δοτ τοῖν  ταρσοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταρσός < ταρσ- μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που υπάρχει στο τέρσομαι (ξηραίνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ters- (ξηρός). [1] Δε σχετίζεται ετυμολογικά η πόλη Ταρσός.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταρσός αρσενικό

  1. πλέγμα από καλάμια όπου ξηραίνονταν φρούτα, καλαμωτή
  2. (γενικότερα) πλατιές επιφάνειες
  3. (ανατομία) ο ταρσός, οστά του ποδιού

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη τέρσομαι

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]