ταρτουφισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταρτουφισμός οι ταρτουφισμοί
      γενική του ταρτουφισμού των ταρτουφισμών
    αιτιατική τον ταρτουφισμό τους ταρτουφισμούς
     κλητική ταρτουφισμέ ταρτουφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταρτουφισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική tartuferie[1]
"Ο Ταρτούφος" από το έργο του Μολιέρου (1688-1673) Ο Ταρτούφος είναι ένας υποκριτής-ευσεβής κληρικός που καταχθόνια και επικαλούμενος την "αρετή" του, καταφέρνει να κυριαρχήσει στη ζωή του ευεργέτη του κ. Οργκόν. Με απατεωνιές προσπαθεί να κατακτήσει όχι μόνο την περιουσία του Οργκόν, αλλά και την ίδια τη σύζυγό του, την οποία έχει βαθιά ερωτευτεί.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταρτουφισμός αρσενικό

  • απατεωνισμός
Σε κατηγορώ για πολιτικό ταρτουφισμό, ψευτοπουριτανισμό και υποκρισία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]