ταυτοπροσωπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταυτοπροσωπία οι ταυτοπροσωπίες
      γενική της ταυτοπροσωπίας των ταυτοπροσωπιών
    αιτιατική την ταυτοπροσωπία τις ταυτοπροσωπίες
     κλητική ταυτοπροσωπία ταυτοπροσωπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταυτοπροσωπία < ταυτο- + πρόσωπο + -ία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ta.fto.pɾo.soˈpi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταυτοπροσωπία θηλυκό

  1. το σύνολο των ιδιοτήτων η χαρακτηριστικών που ξεχωρίζουν κάποιο μέλος ενός συνόλου από τα υπόλοιπα και προσδιορίζουν την ιδιαίτερη φύση ενός ατόμου ή συνόλου
     συνώνυμα: ταυτότητα
  2. (γραμματική) το συντακτικό φαινόμενο κατά το οποίο το ρήμα και το απαρέμφατο που εξαρτάται απ’ αυτό έχουν το ίδιο υποκείμενο
     αντώνυμα: ετεροπροσωπία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]