ταυτοχρονισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταυτοχρονισμός οι ταυτοχρονισμοί
      γενική του ταυτοχρονισμού των ταυτοχρονισμών
    αιτιατική τον ταυτοχρονισμό τους ταυτοχρονισμούς
     κλητική ταυτοχρονισμέ ταυτοχρονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταυτοχρονισμός < ταυτόχρονος + -ισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταυτοχρονισμός αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]