ταφλάνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταφλάνι τα ταφλάνια
      γενική του ταφλανιού των ταφλανιών
    αιτιατική το ταφλάνι τα ταφλάνια
     κλητική ταφλάνι ταφλάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταφλάνι < τουρκική taflan (δαφνοκέρασο) < αραβική دفلة (dafla: ροδοδάφνη, δάφνη) < αρχαία ελληνική δάφνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταφλάνι ουδέτερο

  • (φυτό) Ευώνυμος (Euonymus japonicus, Ευώνυμος ιαπωνικός)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]