ταφλάνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταφλάνι | τα | ταφλάνια |
γενική | του | ταφλανιού | των | ταφλανιών |
αιτιατική | το | ταφλάνι | τα | ταφλάνια |
κλητική | ταφλάνι | ταφλάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταφλάνι < τουρκική taflan (δαφνοκέρασο) < αραβική دفلة (dafla: ροδοδάφνη, δάφνη) < αρχαία ελληνική δάφνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταφλάνι ουδέτερο
- (φυτό) Ευώνυμος (Euonymus japonicus, Ευώνυμος ιαπωνικός)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)