ταχυμετρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταχυμετρία οι ταχυμετρίες
      γενική της ταχυμετρίας των ταχυμετριών
    αιτιατική την ταχυμετρία τις ταχυμετρίες
     κλητική ταχυμετρία ταχυμετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταχυμετρία < ταχυ- + -μετρία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταχυμετρία θηλυκό

  • Στην τοπογραφία / γεωδαισία: Η γρήγορη και μονή μέτρηση σημείων στον χώρο μέσω θεοδόλιχου ή ολοκληρωμένου γεωδαιτικού σταθμού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]