ταχυπαλμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταχυπαλμία θηλυκό
- (ιατρική) αύξηση των παλμών της καρδιάς πάνω από τους συνηθισμένους, ενώ βρίσκεται κανείς σε κατάσταση ηρεμίας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταχυπαλμία
|