τειχοποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τειχοποιία < (ελληνιστική κοινή) τειχοποιία < αρχαία ελληνική τοιχοποιός < τεῖχος + ποιέω / ποιῶ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ti.xo.piˈi.a/
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τειχοποιία θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τειχοποιία
|