τεκετζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τεκετζής αρσενικό
- (επάγγελμα) υπάλληλος σε τεκέ ή ιδιοκτήτης τεκέ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεκετζής
|