τελάρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τελάρο τα τελάρα
      γενική του τελάρου των τελάρων
    αιτιατική το τελάρο τα τελάρα
     κλητική τελάρο τελάρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τελάρο < (άμεσο δάνειο) ιταλική telaro

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τελάρο ουδέτερο

  1. το ανοιχτό κιβώτιο για τη μεταφορά φρούτων και λαχανικών ή μπουκαλιών
  2. το πλαίσιο για να στερεωθεί ένας καμβάς για κέντημα ή ζωγραφική
  3. το πλαίσιο μιας πόρτας ή παράθυρου

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]