τελούριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τελούριο | τα | τελούρια |
γενική | του | τελούριου | των | τελούριων |
αιτιατική | το | τελούριο | τα | τελούρια |
κλητική | τελούριο | τελούρια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τελούριο → δείτε τη λέξη τελλούριο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τελούριο ουδέτερο
- απλοποιημένη γραφή του τελλούριο