τεντωτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τεντωτήρας αρσενικό
- συσκευή, εξάρτημα ή μηχάνημα (σε μηχανή αυτοκινήτου ή αλλού) που συμβάλλει στο να κρατάει κάτι (π.χ. έναν ιμάντα) τεντωμένο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεντωτήρας
|