τερηδόνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τερηδόνα < αρχαία ελληνική τερηδών
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τερηδόνα θηλυκό
- πάθηση που διαβρώνει τα δόντια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τερηδόνα