τιτανικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τιτανικός
- που αναφέρει στους Τιτάνες
- που έχει τεράστιες διαστάσεις και δυνάμεις, υπερμεγέθης, πελώριος, γιγάντιος
- εντυπωσιακός αλλά καταδικασμένος
- μεγάλη παραγωγή, πολλά έξοδα, αλλά ήταν τιτανικός (βούλιαξε ως επιχείρηση)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τιτανικός