τιτλομανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τιτλομανία < τίτλ(ος) + -ο- + -μανία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τιτλομανία θηλυκό
- η έντονη επιθυμία για απόκτηση τίτλων
- ※ ...πολλοί Γραικοί τιτλοστολίζονται Ευγενέστατοι και Πανευγενέστατοι... Η τιτλομανία των έφθασε ώστε να πλουτύνη ήδη το ταλαίπωρόν μας γένος και από Υψηλοευγενεστάτους !!! (Αδαμάντιος Κοραής, Άτακτα, σελ. 79, 1822 [1])
- ※ Στὸ ἴδιο ποίημα, ποὺ ἐπιγράφεται «Τιτλομανία», ὁ Ορφανίδης καυτηριάζει μὲ ἔντονο ὕφος ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐπιδιώκουν τὴν ἀπόκτηση τίτλων (Π. Δ. Μαστροδημήτρης, Μαρία-Δημάκη-Ζώρα, Κοινοί τόποι της σάτυρας σε λογοτεχνικά κείμενα του ΙΘ΄ αιώνα, [2])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τιτλομανία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μανία (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)