τραπουλόχαρτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραπουλόχαρτο < τράπουλ(α) + -ό- + χαρτ(ί) + -ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραπουλόχαρτο ουδέτερο
- (χαρτοπαίγνιο) ένα φύλλο, χαρτί της τράπουλας
- ↪ Σωριάστηκε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- παιγνιόχαρτο (λόγιο)
- φύλλο
- χαρτί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραπουλόχαρτο