τρομαγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρομαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τρομάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
τρομαγμένος, -η, -ο
- αυτός που έχει τρομάξει, φοβισμένος
- τα μάτια του ήτανε γουρλωμένα και με κοιτούσε τρομαγμένος
- αυτός που φανερώνει τρόμο
- το ζώο τραβήχτηκε πίσω με τρομαγμένο βλέμμα
- → δείτε τη λέξη τρομάζω