τσάκισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσάκισμα τα τσακίσματα
      γενική του τσακίσματος των τσακισμάτων
    αιτιατική το τσάκισμα τα τσακίσματα
     κλητική τσάκισμα τσακίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσάκισμα < τσακίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσάκισμα ουδέτερο

  1. η συνέπεια του τσακίζω
  2. κτύπημα, δίπλωση, τραυματισμός
  3. αλλαγή φωνητικού τόνου
  4. χορευτική φιγούρα

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]