τσανακογλείφτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσανακογλείφτης οι τσανακογλείφτες
      γενική του τσανακογλείφτη των τσανακογλειφτών
    αιτιατική τον τσανακογλείφτη τους τσανακογλείφτες
     κλητική τσανακογλείφτη τσανακογλείφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσανακογλείφτης < τσανάκι + -ο- + γλείφτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσανακογλείφτης αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) αυτός που γλείφει τα τσανάκια
  2. (μεταφορικά) αυτός που κολακεύει χαμερπώς
     συνώνυμα: αυλοκόλακας, κόλακας, χαμερπής

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]