τσαρσί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσαρσί τα τσαρσιά
      γενική του τσαρσιού των τσαρσιών
    αιτιατική το τσαρσί τα τσαρσιά
     κλητική τσαρσί τσαρσιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσαρσί < τουρκική çarşı < περσική چار سو (chār sū)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσαρσί ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]