τσατσάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσατσάρα | οι | τσατσάρες |
γενική | της | τσατσάρας | των | (τσατσαρών) |
αιτιατική | την | τσατσάρα | τις | τσατσάρες |
κλητική | τσατσάρα | τσατσάρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσατσάρα < (άμεσο δάνειο) βενετική zazzara
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσατσάρα θηλυκό
- αντικείμενο για να χτενίζουμε τα μαλλιά μας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- πετενί (ιδιωματικό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)