τυμπανισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυμπανισμός <
- για το πρήξιμο της κοιλιάς < τυμπαν(ιαίος) + -ισμός[1] & λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική tympanism < αρχαία ελληνική τυμπανισμός (χτύπημα τύμπανου)[2]
- για το χτύπημα τύμπανου < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τυμπανισμός < τυμπανίζω[2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tim.ba.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐μπα‐νι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τυμπανισμός αρσενικό
- (ιατρική) η εξόγκωση της κοιλιάς λόγω αερίων που συσσωρεύονται στα έντερα ή το στομάχι[1][3]
- το χτύπημα του τύμπανου[3]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αέρια στο στομάχι
|
ήχος τύμπανου
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 τυμπανισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ 3,0 3,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)