τόκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τόκος | οι | τόκοι |
γενική | του | τόκου | των | τόκων |
αιτιατική | τον | τόκο | τους | τόκους |
κλητική | τόκε | τόκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τόκος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τόκος (γέννηση) < τοκ- < τεκ- (από το οποίο προέρχεται και το τίκτω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈto.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τό‐κος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τόκος αρσενικό
- (οικονομία): το κέρδος που προκύπτει για το δανειστή ή πιστωτή από το κεφάλαιο που δανείζει στον δανειζόμενο ή δανειολήπτη και το οποίο καθορίζεται με διμερή συμφωνία άλλοτε στο πλαίσιο του νόμου και άλλοτε παράνομα
- ↪ με τους τόκους θα πάρει πίσω τα τριπλά απ' όσα δάνεισε στο φουκαρά
- το επιτόκιο
- ↪ του δάνεισε με τόκο 10%, δηλαδή για τα 1000 ευρώ που έδωσε θα πάρει 1100
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ανατοκισμός
- επιτόκιο
- επίτοκος
- Θεοτόκος
- πρωτότοκος
- τοκογλύφος
- τοκολόγιο
- τοκομερίδιο
- τοκόσημο
- τοκοφόρος
- τοκοχρεολύσιο
- τοκοχρεολυτικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τόκος < τίκτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τόκος αρσενικό
- τοκετός
- το διάστημα της εγκυμοσύνης
- ἐνιαύσιος ὁ τόκος
- απόγονος
- (μεταφορικά) τόκος, χρήματα που "γεννιούνται" από το δανεισμό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)