υαλικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | υαλικά | ||
γενική | των | υαλικών | ||
αιτιατική | τα | υαλικά | ||
κλητική | υαλικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
υαλικά < (καθαρεύουσα) ὑαλικά, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ὑαλικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υαλικά ουδέτερο στον πληθυντικό
- (παρωχημένο) τα γυαλικά
- ↪ κατάστημα υαλικών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υαλικά
→ δείτε τη λέξη γυαλικά |
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
υαλικά: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
υαλικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υαλικό, ουδέτερο του υαλικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)