υαλογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υαλογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hyalographe < αρχαία ελληνική ὕαλος υαλο- + -γράφος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υαλογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- καλλιτέχνης ειδικευμένος στην υαλογραφία
- (μόνο το αρσενικό) εργαλείο που επιτρέπει τη μεταφορά και τη σχεδίαση σχεδίων στο γυαλί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις υαλογραφία, ύαλος και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υαλογράφος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υαλο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γράφος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)