υαλοειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑαλοειδής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υαλοειδής η υαλοειδής το υαλοειδές
      γενική του υαλοειδούς* της υαλοειδούς του υαλοειδούς
    αιτιατική τον υαλοειδή την υαλοειδή το υαλοειδές
     κλητική υαλοειδή(ς) υαλοειδής υαλοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υαλοειδείς οι υαλοειδείς τα υαλοειδή
      γενική των υαλοειδών των υαλοειδών των υαλοειδών
    αιτιατική τους υαλοειδείς τις υαλοειδείς τα υαλοειδή
     κλητική υαλοειδείς υαλοειδείς υαλοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υαλοειδής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑαλοειδής

Επίθετο[επεξεργασία]

υαλοειδής, -ής, -ές

  1. (λόγιο) που είναι σαν γυαλί, που μοιάζει με γυαλί
    άλλες μορφές: υαλώδης
  2. (ουσιαστικοποιημένο) υαλοειδές: (ανατομία, οφθαλμολογία) το μέρος του οφθαλμού που βρίσκεται ανάμεσα στον αμφιβληστροειδή χιτώνα και στον κρυσταλλοειδή φακό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]