υαλόφραχτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υαλόφραχτος η υαλόφραχτη το υαλόφραχτο
      γενική του υαλόφραχτου της υαλόφραχτης του υαλόφραχτου
    αιτιατική τον υαλόφραχτο την υαλόφραχτη το υαλόφραχτο
     κλητική υαλόφραχτε υαλόφραχτη υαλόφραχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υαλόφραχτοι οι υαλόφραχτες τα υαλόφραχτα
      γενική των υαλόφραχτων των υαλόφραχτων των υαλόφραχτων
    αιτιατική τους υαλόφραχτους τις υαλόφραχτες τα υαλόφραχτα
     κλητική υαλόφραχτοι υαλόφραχτες υαλόφραχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υαλόφραχτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

υαλόφραχτος, -η, -ο

  • που είναι φραγμένος, περικλείεται από γυαλί (κατασκευή φτιαγμένη κυρίως από γυαλί)
    ※  Το θερμοκήπιο, είναι ένας υαλόφρακτος χώρος προσαρτημένος στη νότια όψη του κτιρίου (triedrasi.gr, ανακτήθηκε στις 10/11/2022, [1])

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]