υγειολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υγειολογία οι υγειολογίες
      γενική της υγειολογίας των υγειολογιών
    αιτιατική την υγειολογία τις υγειολογίες
     κλητική υγειολογία υγειολογίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υγειολογία < υγεί(α) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ʝi.o.loˈʝi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υγειολογία θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]