υγιεινολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υγιεινολογία < υγιεινολόγ(ος) + -ία[1] ή λόγιο δάνειο από την αγγλική hygienology.[2] Μορφολογικά αναλύεται σε υγιειν(ή) + -ο- + -λογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ʝi.i.no.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐γι‐ει‐νο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υγιεινολογία θηλυκό
- (ιατρική) κλάδος της ιατρικής με αντικείμενο τη δημόσια υγεία (όπως, την υγιεινή αποχετεύσεων, τις επιδημίες) [2]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη υγεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υγιεινολογία
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ υγιεινολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)