υγιώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υγιώς < αρχαία ελληνική ὑγιῶς

Επίρρημα[επεξεργασία]

υγιώς

  • κατά τρόπο υγιή
    Μια ΚΟΑ που επιτέλους απογειώνεται, αξιοποιεί στο μέγιστο το δυναμικό της και εκπληρώνει υγιώς την αποστολή της -ριζικά διαφορετική αυτής των μετακαλούμενων ξένων ορχηστρών στο Μέγαρο- προσφέροντας ρεπερτόριο. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]