υγραεριοκίνηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υγραεριοκίνηση | οι | υγραεριοκινήσεις |
γενική | της | υγραεριοκίνησης | των | υγραεριοκινήσεων |
αιτιατική | την | υγραεριοκίνηση | τις | υγραεριοκινήσεις |
κλητική | υγραεριοκίνηση | υγραεριοκινήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υγραεριοκίνηση < υγραέρι)ο) + -ο- + κίνηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υγραεριοκίνηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η κίνηση ενός οχήματος με υγραέριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υγραεριοκίνηση
|