υγρογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υγρογράφος οι υγρογράφοι
      γενική του υγρογράφου των υγρογράφων
    αιτιατική τον υγρογράφο τους υγρογράφους
     κλητική υγρογράφε υγρογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υγρογράφος < υγρο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υγρογράφος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]