υδατογραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδατογραφία οι υδατογραφίες
      γενική της υδατογραφίας των υδατογραφιών
    αιτιατική την υδατογραφία τις υδατογραφίες
     κλητική υδατογραφία υδατογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υδατογραφία < υδατο- + -γραφία, (απόδοση για τη γαλλική aquarelle)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ða.to.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐δα‐το‐γρα‐φί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υδατογραφία θηλυκό

  1. μέθοδος ζωγραφικής που χρησιμοποιεί χρώματα διαλυτά μέσα στο νερό
  2. (συνεκδοχικά) έργο τέχνης που χρησιμοποιεί την παραπάνω τεχνική

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]