υδατολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδατολογία < ύδατ(ος) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδατολογία θηλυκό
- Ταυτόσημο: η υδρολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδατολογία
→ δείτε τη λέξη υδρολογία |