υδατοστρόβιλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υδατοστρόβιλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υδατοστρόβιλος αρσενικό

  1. στρόβιλος, δίνη νερού
  2. μηχανικός στρόβιλος που κινείται χάρη στην ώθηση του νερού
     συνώνυμα: υδροστρόβιλος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]