υδρογέλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδρογέλη < υδρο- + γέλη ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) hydrogel)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδρογέλη θηλυκό
- διάφορα είδη κολλώδους ημίρρευστης ουσίας, που χρησιμοποιούνται στην ιατρική, τη βιομηχανία κ.α.