υδροκήλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδροκήλη οι υδροκήλες
      γενική της υδροκήλης
    αιτιατική την υδροκήλη τις υδροκήλες
     κλητική υδροκήλη υδροκήλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υδροκήλη < υδρο- + κήλη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υδροκήλη θηλυκό

  • (ιατρική) συλλογή υγρού μεταξύ του τοιχωματικού και του σπλαγχνικού πετάλου του ιδίως ελυτροειδούς χιτώνα του όρχεως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]