υδροκεφαλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υδροκεφαλισμός οι υδροκεφαλισμοί
      γενική του υδροκεφαλισμού των υδροκεφαλισμών
    αιτιατική τον υδροκεφαλισμό τους υδροκεφαλισμούς
     κλητική υδροκεφαλισμέ υδροκεφαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υδροκεφαλισμός < υδροκέφαλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υδροκεφαλισμός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]