υδρόμυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υδρόμυλος | οι | υδρόμυλοι |
γενική | του | υδρόμυλου & υδρομύλου |
των | υδρόμυλων & υδρομύλων |
αιτιατική | τον | υδρόμυλο | τους | υδρόμυλους & υδρομύλους |
κλητική | υδρόμυλε | υδρόμυλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδρόμυλος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ὑδρόμυλος < ὕδωρ + μύλος. Συγχρονικά αναλύεται σε υδρό- + μύλος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iˈðɾo.mi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δρό‐μυ‐λος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδρόμυλος αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδρόμυλος
→ δείτε τη λέξη νερόμυλος |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ υδρόμυλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υδρό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)