υμνολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υμνολογία < ελληνιστική κοινή ὑμνολογία < αρχαία ελληνική ὕμνος + λέγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υμνολογία θηλυκό
- η μελέτη των ύμνων της εκκλησίας
- άλλη μορφή του υμνολόγηση
- (οικείο) ύμνος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υμνολογία
|